top of page

Δήλωση ως συνέπεια απάτης (1272/2020 Πολ. Πρωτ. Πειραιά)

Κατά την υπ’ αριθμ. 1272/2020 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά ορίζεται ότι:


Κατά τις διατάξεις του άρθρου 147 ΑΚ, «Όποιος παρασύρθηκε με απάτη σε δήλωση βούλησης έχει δικαίωμα να ζητήσει να ακυρωθεί η δικαιοπραξία. Αν η δήλωση απευθύνεται σε άλλον και η απάτη έγινε από τρίτον, η ακύρωση μπορεί να ζητηθεί μόνο εφόσον εκείνος προς τον οποίο απευθύνεται η δήλωση ή τρίτος που απέκτησε αμέσως δικαίωμα από αυτήν γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει την απάτη», ενώ κατά το άρθρο 149 του ίδιου Κώδικα, «Εκείνος που απατήθηκε έχει δικαίωμα, παράλληλα με την ακύρωση της δικαιοπραξίας, να ζητήσει και την ανόρθωση κάθε άλλης ζημίας, σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες. Έχει επίσης δικαίωμα να αποδεχθεί τη δικαιοπραξία και να ζητήσει μόνο ανορθωθεί η ζημία».


Με τις παραπάνω διατάξεις η απάτη αντιμετωπίζεται: α) ως λόγος που καθιστά ελαττωματική τη βούληση του απατηθέντος, στον οποίο παρέχεται το δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της δήλωσής του, και β) ως αδικοπρακτική συμπεριφορά, η οποία γεννά σε βάρος του απατήσαντος υποχρέωση προς αποζημίωση κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις (άρθρα 914 επ. ΑΚ). Ως απάτη κατά την έννοια του άρθρου 147 ΑΚ νοείται κάθε συμπεριφορά, η οποία τείνει να παραγάγει, να ενισχύσει ή διατηρήσει πεπλανημένη αντίληψη ή εντύπωση, με σκοπό να οδηγηθεί κάποιος σε δήλωση βούλησης, συνίσταται δε η απατηλή συμπεριφορά είτε σε παράσταση ανύπαρκτων γεγονότων ως υπαρκτών, κατά παράβαση του καθήκοντος αλήθειας, είτε σε απόκρυψη ή αποσιώπηση ή ατελή ανακοίνωση υπαρκτών γεγονότων, των οποίων η αποκάλυψη στον αγνοούντα αυτά ήταν επιβεβλημένη από το καθήκον διαφώτισής του, με βάση την αρχή της καλής πίστης ή λόγω της υπάρχουσας ιδιαίτερης σχέσης μεταξύ αυτού και εκείνου προς τον οποίο απευθύνεται η δήλωση (Βλ. ΕΑ 2201/2019 ΤΝΠ NOMOS).


Σε κάθε περίπτωση δεν ενδιαφέρει το είδος της πλάνης που δημιουργήθηκε από την απάτη, δηλαδή αν αυτή είναι ή δεν είναι συγγνωστή, ουσιώδης ή επουσιώδης, καθώς και εάν αναφέρεται αποκλειστικά στα παραγωγικά αίτια της βούλησης, αρκεί η πλάνη να υφίσταται κατά το χρόνο που δηλώνεται η βούληση (Βλ. AΠ 1046/2019, ΑΠ 209/2018, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). Ως λόγος που καθιστά ελαττωματική τη δήλωση βούλησης, αποκτά σημασία μόνο εντός του πλαισίου της δικαιοπραξίας, καθόσον συνιστά αρνητική προϋπόθεση του κύρους της, ενώ ως αδικοπρακτική συμπεριφορά ιδρύει υποχρέωση αποζημίωσης, εφόσον συντρέχουν και οι λοιποί γενικοί όροι της αδικοπραξίας. Η απάτη των άρθρων 147 επ. ΑΚ διαφέρει της απάτης του άρθρου 386 ΠΚ, διότι η αστική διάταξη αναφέρεται σε απατηλή πρόκληση δήλωσης βούλησης, ενώ ο Ποινικός Κώδικας αναφέρεται σε διάθεση περιουσίας. Ο δόλος στην αστική απάτη αρκεί να τείνει στην παραγωγή συγκεκριμένης δήλωσης βούλησης και δεν ενδιαφέρει ο πορισμός παρανόμου περιουσιακού οφέλους, και ως εκ τούτου οι δύο έννοιες δεν ταυτίζονται. Επομένως, εάν η παραπλάνηση, η οποία δημιουργείται ή ενισχύεται ή διατηρείται σε κάποιο πρόσωπο από την απάτη αυτή, προκάλεσε ζημία, στην οποία υπάγεται οποιαδήποτε μείωση της περιουσίας του, γεννάται υπέρ του απατωμένου πρωτογενής αξίωση αποζημίωσης έναντι του μετερχομένου την απάτη προσώπου. Στοιχεία της απάτης κατά το άρθρο 147 ΑΚ είναι: α) η πλάνη, δηλαδή η εσφαλμένη παράσταση ή αντίληψη ορισμένων πραγματικών περιστατικών, είτε του παρελθόντος είτε του παρόντος είτε του μέλλοντος, β) πρόκληση της πλάνης αυτής από άλλο πρόσωπο εις βάρος του πλανώμενου, γ) η πλάνη και η παραπλάνηση να έγινε με πρόθεση, και δ) η πρόκληση «ελαττωματικής» βούλησης, συνεπεία της οποίας ο πλανηθείς προβαίνει σε δήλωση αυτής (Βλ. ΕΑ 2201/2019, ό.π.). Περαιτέρω, από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 147 και 149 ΑΚ συνάγεται ότι όποιος παρασύρθηκε με απάτη σε δήλωση βούλησης έχει δικαίωμα είτε να αποδεχθεί τη δικαιοπραξία και να ζητήσει μόνο την ανόρθωση της ζημίας του, θετικής και αποθετικής, δηλαδή να απαιτήσει αποζημίωση κατά την έκταση που δικαιούται σε κάθε αδικοπραξία, είτε να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας και παράλληλα την ανόρθωση κάθε άλλης ζημίας του, σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες (άρθρα 914 επ. ΑΚ), εφόσον η απάτη περιέχει και τους όρους της αδικοπραξίας (Βλ. ΑΠ 316/2018 ΤΝΠ NOMOS). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 149 ΑΚ συνάγεται ότι σε περίπτωση που εκείνος που παρασύρθηκε με απάτη σε δήλωση βούλησης επιλέξει να ζητήσει ακύρωση της δικαιοπραξίας, δικαιούται αποζημίωση κατά τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες (άρθρα 914 επ. ΑΚ) μόνο για τη ζημία που δεν αποκαθίσταται από την ακύρωση της δικαιοπραξίας (αρνητικό διαφέρον), δηλαδή δικαιούται να ζητήσει την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη, επειδή πίστευε στην κατάρτιση έγκυρης σύμβασης. Δεν δικαιούται, επομένως, να ζητήσει να αποκατασταθεί στην περιουσιακή κατάσταση που θα βρισκόταν αν οι ψευδείς ισχυρισμοί εκείνου που τον εξαπάτησε ήταν αληθινοί. Συνεπώς, δικαιούται να ζητήσει το πλήρες (θετικό) διαφέρον μόνο αν εμμένει στη δικαιοπραξία. Έτσι, στην περίπτωση που ο ενάγων ζητήσει ακύρωση της δικαιοπραξίας η αποζημίωση που δικαιούται (αρνητικό διαφέρον) περιλαμβάνει: α) τη θετική του ζημία, αποτελούμενη από έξοδα στα οποία υποβλήθηκε για την κατάρτιση και εκτέλεση της δικαιοπραξίας, β) τη ζημία που υπέστη από την απόκρουση πρότασης προς σύναψη άλλης πλέον ευνοϊκής δικαιοπραξίας, και γ) κάθε περαιτέρω θετική ή αποθετική ζημία σε άλλα έννομα αγαθά του, που προέκυψε από τη σύμβαση που καταρτίστηκε συνεπεία της απάτης.


Αντίθετα, στην αποκαταστατέα ζημία δεν περιλαμβάνεται το κέρδος του ενάγοντος αν η σύμβαση ήταν απαλλαγμένη από ελαττώματα, αφού στην άκυρη δικαιοπραξία η αποζημίωση δεν περιλαμβάνει κέρδος αναμενόμενο από την εκπλήρωση της ενοχής [πρβλ. ΕΑ 4108/1993 Αρμ 1993/799, δημοσιευμένη και σε ΤΝΠ NOMOS, Γεωργιάδη Α. (-Βαρελά), Σύντομη Ερμηνεία Αστικού Κώδικα, άρθρο 149, αριθ. περιθ. 3, σελ. 282 – 283].


Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 147 ΑΚ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 216 παρ. 1 α’ ΚΠολΔ, προκύπτει ότι για την πληρότητα της αγωγής ακύρωσης δικαιοπραξίας λόγω απάτης, πρέπει ο ενάγων να αναφέρει τα πραγματικά περιστατικά της απατηλής συμπεριφοράς του εναγόμενου, με την οποία ενσυνείδητα και από πρόθεση δημιουργείται, διατηρείται ή ενδυναμώνεται στον ενάγοντα κάποια πεπλανημένη παράσταση, με το σκοπό να επηρεάσει την απόφασή του και συνακόλουθα να εκτίθεται ο δόλος του εναγόμενου και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ απάτης και της μέσω αυτής προκληθείσας δήλωσης βούλησης (Βλ. ΑΠ 402/2018 ΤΝΠ NOMOS)

7 Προβολές0 Σχόλια

Πρόσφατες αναρτήσεις

Εμφάνιση όλων
bottom of page